- σκάλευσις
- σκᾰλ-ευσις, εως, ἡ,A poking, scratching up, Aq.Ps.63(64).7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκάλευσις — εύσεως, ἡ, Α [σκαλεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκαλεύω, το σκάλισμα τής φωτιάς … Dictionary of Greek